Ερρίκος Τράϊμπερ ( 1796-1882 )
Ο Heinrich Treiber (εξελ.: Ερρίκος Τράϊμπερ) ήταν Γερμανός ιατρός.
Γεννήθηκε στις 8 Οκτωβρίου 1796 στο Μάινινγκεν της Θουριγγίας. Υιός αυλικού φαρμακοποιού, σπούδασε ιατρική στα πανεπιστήμια της Ιένας, του Μονάχου και του Βίρτσμπουργκ. Το 1819 έλαβε ειδίκευση χειρουργού στο πανεπιστήμιο των Παρισίων. Συγκλονισμένος στο άκουσμα της Ελληνικής Επανάστασης, αποφάσισε να συνδράμει ως εθελοντής τον αγώνα των Ελλήνων. Πράγματι, στις αρχές του 1822, μαζί με δεκάδες άλλους φιλέλληνες, αποβιβάστηκε στο Μεσολόγγι και κατόπιν μετέβη στην Κόρινθο προκειμένου να αναλάβει υπηρεσία, ως ιατρός, στο τακτικό σώμα στρατού, που είχε ιδρύσει ο Δημήτριος Υψηλάντης. Από την θέση αυτή, o Τράϊμπερ ανέλαβε την περίθαλψη και την ίαση Ελλήνων αγωνιστών στο Πέτα, στο Κομπότι, στο Χάνι της Γραβιάς, στο Ναύπλιο και σε άλλες περιοχές, στις οποίες έδρασε το Τακτικό Σώμα κατά τα πρώτα χρόνια της επανάστασης.
Στις αρχές του 1824, ο Τράϊμπερ εντάχθηκε ως ιατρός στο στρατιωτικό σώμα, που συγκρότησε ο λόρδος Βύρωνας στο Μεσολόγγι. Μετά τον θάνατο του Βύρωνα, επανήλθε στο τακτικό σώμα στρατού, που είχε ανασυγκροτηθεί υπό την ηγεσία του Δωδεκανήσιου συνταγματάρχη Παναγιώτη Ρόδιου και κατόπιν του Γάλλου συνταγματάρχη Charles Fabvier. Στο μεταξύ, η απόβαση και προέλαση των αιγυπτιακών δυνάμεων του Ιμπραήμ στην Πελοπόννησο, σε μία περίοδο κορύφωσης των ελληνικών εμφυλίων συγκρούσεων, καθιστούσαν επιτακτική την συστράτευση όλων των Ελλήνων. Σε αυτήν ακριβώς την προσπάθεια, καθοριστική υπήρξε η συνεισφορά του Τράϊμπερ, που ήταν πάντα παρών σε όλες τις μεγάλες ένοπλες αναμετρήσεις.
Το καλοκαίρι του 1826, και αφού πρώτα παραιτήθηκε από το τακτικό σώμα στρατού, ανέλαβε καθήκοντα στο στρατόπεδο Δερβενίων, το οποίο τελούσε υπό την διοίκηση του Γεώργιου Καραϊσκάκη. Ακολούθησε τον Καραϊσκάκη στην Αθήνα, λαμβάνοντας μέρος -μεταξύ άλλων- στις μάχες του Χαϊδαρίου, της Δόμβραινας και της Καστέλας. Παράλληλα, προχώρησε στη συγκρότηση νοσοκομείου στα Αμπελάκια της Σαλαμίνας, για τη νοσηλεία Ελλήνων μαχητών. Εκεί ήταν στις 24 Απριλίου 1827, για να «υποδεχτεί» την σωρό του Καραϊσκάκη, που είχε αφήσει την τελευταία του πνοή, μία ημέρα νωρίτερα, στο Φάληρο.
Τον Ιούνιο του 1827, ο Τράϊμπερ ανέλαβε χρέη ιατρού στο ατμοκίνητο πολεμικό πλοίο «Καρτερία», παραμένοντας στην θέση αυτή για περίπου οκτώ μήνες. Κατόπιν, τον Απρίλιο του 1828 έγινε διευθυντής στο στρατιωτικό νοσοκομείο της Ακροναυπλίας. Ήταν εκείνος, που μετά την δολοφονία του Ιωάννη Καποδίστρια, στις 27 Σεπτεμβρίου 1831, διενέργησε τη νεκροψία, συνέταξε την ιατροδικαστική έκθεση και προχώρησε στην ταρίχευση της σορού του κυβερνήτη.
Μετά την απελευθέρωση, ο Τράϊμπερ συνέχισε να προσφέρει τις υπηρεσίες του στην Ελλάδα, συμβάλλοντας καίρια στην ανάπτυξη της ιατρικής επιστήμης του νεοσύστατου κράτους. Το 1831 παντρεύτηκε την Σάντα Οριγώνη, κόρη του Δομένικου Οριγώνη, πρώην αξιωματικού του Ναπολέοντα, και της Αθηναίας Φραντζέσκας Αγαπίου, με την οποία απέκτησαν έξι παιδιά. Το 1835 μετακόμισε οικογενειακώς στην Αθήνα για να αναλάβει την οργάνωση της Υγειονομικής Υπηρεσίας του Στρατού, της οποίας διετέλεσε πρώτος αρχηγός. Υπήρξε από τους πρώτους δασκάλους στο «Θεωρητικό και Πρακτικό Σχολείο Χειρουργίας, Φαρμακοποιίας και Ιατρικής», ενώ το 1837 ανακηρύχτηκε επίτιμος καθηγητής στο Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών για την διδασκαλία της χειρουργικής. Παράλληλα, διετέλεσε πρόεδρος του Ιατροσυνεδρίου, υπεύθυνου σώματος για την χάραξη της κρατικής υγειονομικής πολιτικής. Το 1842 ανέλαβε ιατρός του βασιλιά Όθωνα και το 1847 υπήρξε πρωτοπόρος στην χορήγηση αναισθησίας με αιθέρα στην Ελλάδα -μια μέθοδος που για πρώτη φορά είχε εφαρμοσθεί το προηγούμενο έτος στις Η.Π.Α.
Το 1854, η Αθήνα και ο Πειραιάς χτυπήθηκαν από επιδημία χολέρας, την οποία μετέφεραν τα βρετανικά και τα γαλλικά στρατεύματα κατοχής, κατά την διάρκεια του ναυτικού αποκλεισμού των ελληνικών παραλίων. Ο Τράϊμπερ, όχι μόνον δεν εγκατέλειψε την Αθήνα, όπως έπραξαν δεκάδες άλλοι αξιωματούχοι την εποχή εκείνη, αλλά παρέμεινε στην πρωτεύουσα, μεριμνώντας για την ίαση και την φροντίδα των ασθενών, με αποτέλεσμα να προσβληθεί και ο ίδιος από την επιδημία. Υπηρέτησε τον ελληνικό στρατό για μία ακόμα δεκαετία, έως το 1864, όταν και αποστρατεύτηκε. Απεβίωσε στην Αθήνα στις 26 Απριλίου 1882.